- δικολογώ
- (AM δικολογῶ, -έω) [δικολόγος]μσν.- νεοελλ.συζητώαρχ.αγορεύω στο δικαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικολογῶ — δικολογέω plead causes pres subj act 1st sg (attic epic doric) δικολογέω plead causes pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
δικολόγημα — το (Μ δικολόγημα) [δικολογώ] λογομαχία … Dictionary of Greek